Posługiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: posługiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brutalność στα ελληνικά - κτηνωδία, βαρβαρότητα, βιαιότητα, βαναυσότητα, βαρβαρότητας
- gamma-aktywny στα ελληνικά - γαμμα-, γάμμα, γάμα
- historiograf στα ελληνικά - ιστοριογράφος, ιστοριογράφου, ιστοριογράφο, ιστοριογραφίας, ιστοριογράφος αρκείται
- interkom στα ελληνικά - ενδοεπικοινωνία, ενδοεπικοινωνίας, ενδοσυνεννόηση, ενδοσυνεννόησης, Θυροτηλέφωνο
Τυχαίες λέξεις
Posługiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση