Posiadać στα ελληνικά

Μετάφραση: posiadać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, κρατώ, έχω, αμπάρι, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Posiadać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alidada στα ελληνικά - alidade
  • dowodzenie στα ελληνικά - επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, ...
  • frytka στα ελληνικά - τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, τραγανός, τραγανή, τραγανό, καθαρό, ...
  • grzać στα ελληνικά - θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, λιάζομαι, ζεστός, θερμότητα, θερμότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Posiadać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, κρατώ, έχω, αμπάρι, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε