Posmakować στα ελληνικά

Μετάφραση: posmakować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύση, γεύομαι, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Posmakować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aeronautyczny στα ελληνικά - αεροναυτικών, αεροναυτική, αεροναυτικά, αεροναυπηγικής, αεροναυτικές
  • bezludzie στα ελληνικά - απόβλητα, λύμα, έρημος, σπατάλη, σπαταλώ, αγριάδα, αγριότητα, ...
  • globalnie στα ελληνικά - σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο
  • imperialista στα ελληνικά - ιμπεριαλιστική, ιμπεριαλιστικές, ιμπεριαλιστικό, ιμπεριαλιστικών, ιμπεριαλιστικού
Τυχαίες λέξεις
Posmakować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύση, γεύομαι, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση