Posypywać στα ελληνικά
Μετάφραση: posypywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπαλίζω, πασπάλισμα, ραντίζω, πούδρα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Μεταφράσεις
- ataksja στα ελληνικά - αταξία, αταξίας, αταξία του, παρεγκεφαλιδική αταξία, η αταξία
- garbienie στα ελληνικά - αδέξιος, είναι αδέξιος, αν και αδέξιος, κοπροσκυλιάζω, άκομψη στάση
- hydrometr στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
- inżynieria στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
Τυχαίες λέξεις
Posypywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, πασπάλισμα, ραντίζω, πούδρα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, πασπάλισμα, ραντίζω, πούδρα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε