Poszczekiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: poszczekiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάταγος, κροτώ, ποδοβολητό, θόρυβος, κλαγγή, κρότος, clatter
Poszczekiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anatomicznie στα ελληνικά - ανατομικά, ανατομικώς, ανατομικό, ανατομική, ανατομικών
  • blizna στα ελληνικά - ουλή, ουλής, σημάδι, σημαδιών, ουλών
  • dekarstwo στα ελληνικά - στέγαση, στέγες, στέγης, κατασκευής σκεπής, στεγών
  • efektowny στα ελληνικά - αποτελεσματικός, φανταστικός, λαμπερός, έξοχος, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Poszczekiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάταγος, κροτώ, ποδοβολητό, θόρυβος, κλαγγή, κρότος, clatter