Poszerzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: poszerzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, διαστέλλω, φουσκώνω, πλαταίνω, εκτείνω, διευρύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutystyczny στα ελληνικά - απολυταρχικός, απολυταρχικό, απολυταρχική, απολυταρχίας, απολυταρχικές
- barbakan στα ελληνικά - Barbican, προπύργιο, Μπάρμπικαν, Barbican του, το Barbican
- bokser στα ελληνικά - πυγμάχος, μπόξερ, μποξέρ, boxer, πυγμάχο
- dogonić στα ελληνικά - αρπάζω, φτάνω, πιάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, ...
Τυχαίες λέξεις
Poszerzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, διαστέλλω, φουσκώνω, πλαταίνω, εκτείνω, διευρύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, διαστέλλω, φουσκώνω, πλαταίνω, εκτείνω, διευρύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί