Potencjał στα ελληνικά

Μετάφραση: potencjał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Potencjał στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aplet στα ελληνικά - μικροεφαρμογή, applet, βοηθητική, βοηθητική εφαρμογή, το applet
  • azotowy στα ελληνικά - νιτρικό, νιτρικού, αζώτου, μονοξειδίου, του αζώτου
  • chlapanie στα ελληνικά - πιτσίλισμα, το πιτσίλισμα, πιτσιλίσματος, εκτοξεύεται, εκτινάξεις
  • chlorowiec στα ελληνικά - αλογόνου, αλογόνο, αλογόνα, αλογονο, αλογόνον
Τυχαίες λέξεις
Potencjał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς