Potrącać στα ελληνικά

Μετάφραση: potrącać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκουντώ, εκπίπτω, μείωση, έκπτωση, λάπαθο, αποβάθρα, σπρώχνω, προβλήτα, σκόντο, αράζω, εκπίπτει, εκπέσει, αφαιρέσει, αφαιρούν, αφαιρέσουν
Potrącać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czynnościowy στα ελληνικά - λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
  • dyżurny στα ελληνικά - ακόλουθος, ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
  • fracht στα ελληνικά - φορτίο, ναύλος, εμπορευματικών, εμπορευματικών μεταφορών, εμπορευματικές
  • izoterma στα ελληνικά - ισόθερμος γραμμή, ισόθερμου, ισόθερμος, ισόθερμο, ισοθέρμου
Τυχαίες λέξεις
Potrącać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκουντώ, εκπίπτω, μείωση, έκπτωση, λάπαθο, αποβάθρα, σπρώχνω, προβλήτα, σκόντο, αράζω, εκπίπτει, εκπέσει, αφαιρέσει, αφαιρούν, αφαιρέσουν