Powierzchownie στα ελληνικά
Μετάφραση: powierzchownie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- borny στα ελληνικά - βορικός, βορικό, βορικού, το βορικό, του βορικού
- całokształt στα ελληνικά - συναρμολόγηση, άρτιος, σύναξη, ακέραιος, συσσωμάτωμα, ολόκληρος, ολότητα, ...
- figlarny στα ελληνικά - τρέλες, διασκέδαση, παιχνιδιάρικος, αψίδα, εύθυμος, ευτράπελος, ευθυμία, ...
- filcować στα ελληνικά - ένιωθα, τσόχα, αισθανόμουν, ένιωσα, αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές
Τυχαίες λέξεις
Powierzchownie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως
Μεταφράσεις: επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως