Powlekać στα ελληνικά
Μετάφραση: powlekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλώνω, επέκταση, καλύπτω, φουντώνω, διαδίδω, παλτό, με επικάλυψη, επικαλυμμένο, επιχρισμένα, επιστρωμένο, επικαλυμμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dopingowy στα ελληνικά - ενθαρρυντικά, ενθαρρύνοντας, ενθαρρυντική, ενθαρρυντικό, ενθαρρυντικές
- dziekański στα ελληνικά - πρύτανης, κοσμήτορας, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη
- dziobaty στα ελληνικά - βλογιοκομμένος, διάστικτη, σημαδεμένη
- fusy στα ελληνικά - λόγους, λόγοι, λόγων, σκεπτικό, λόγω
Τυχαίες λέξεις
Powlekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλώνω, επέκταση, καλύπτω, φουντώνω, διαδίδω, παλτό, με επικάλυψη, επικαλυμμένο, επιχρισμένα, επιστρωμένο, επικαλυμμένη
Μεταφράσεις: απλώνω, επέκταση, καλύπτω, φουντώνω, διαδίδω, παλτό, με επικάλυψη, επικαλυμμένο, επιχρισμένα, επιστρωμένο, επικαλυμμένη