Powstawać στα ελληνικά
Μετάφραση: powstawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκύπτω, εγείρομαι, εξέγερση, σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
Μεταφράσεις
- antysanitarny στα ελληνικά - ανθυγιεινός, ανθυγιεινές, εκτέλεση ανθυγιεινής, ανθυγιεινής, τις ανθυγιεινές
- attyka στα ελληνικά - σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
- dzióbek στα ελληνικά - στόμα, στόμιο, ράμφος, στομίου, εκροής, στόμιο εκροής, στομίου εκροής
- foremnik στα ελληνικά - μεταλλοπλαστικό καλούπι, swage, συμπιεσμένη, χύνω μετάλλο εις καλούπι, μαλάσσω μέταλλο εις καλούπι
Τυχαίες λέξεις
Powstawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκύπτω, εγείρομαι, εξέγερση, σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
Μεταφράσεις: προκύπτω, εγείρομαι, εξέγερση, σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται