Εγείρομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narastać, pojawić, ukazać, powstawać, lęgnąć, powstać, wynikać, pojawiać, rosnąć, wzrost, powstanie, podnieść się, wzrastać
Εγείρομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, εγείρομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα πολωνικά - uzasadniać, poręka, przekonanie, zastaw, zapewniać, rękojmia, pewność, ...
  • εγγύτητα στα πολωνικά - sąsiedztwo, bliskość, zbliżeniowy, odległość, bliskości
  • εγκάθετος στα πολωνικά - grzechotka, krzykacz, jęzor, siedzieć, posiedzieć, Usiądź, usiąść, ...
  • εγκάρδιος στα πολωνικά - serdeczny, kordialny, nasercowy, obfity, obfite, obfitym, hearty
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: narastać, pojawić, ukazać, powstawać, lęgnąć, powstać, wynikać, pojawiać, rosnąć, wzrost, powstanie, podnieść się, wzrastać