Próchnieć στα ελληνικά
Μετάφραση: próchnieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, αποσύνθεση, φθορά, παρακμή, αποσύνθεσης, φθορά των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bratobójca στα ελληνικά - αδελφοκτονία, αδελφοκτονίες, η αδελφοκτονία, αδελφοκτόνες, αδελφοκτονίας
- chrząkać στα ελληνικά - γρυλλίζω, μουρμουρίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
- dopisek στα ελληνικά - καταχώρηση, προσθήκη, υποσημείωση, υστερόγραφο, PostScript, βραδιά στο υστερόγραφο, στο υστερόγραφο
- dziedziczyć στα ελληνικά - κληρονομώ, προέρχομαι, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Τυχαίες λέξεις
Próchnieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, αποσύνθεση, φθορά, παρακμή, αποσύνθεσης, φθορά των
Μεταφράσεις: σαπίζω, αποσύνθεση, φθορά, παρακμή, αποσύνθεσης, φθορά των