Prądowy στα ελληνικά
Μετάφραση: prądowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afekt στα ελληνικά - τρυφερότητα, βάσανο, στοργή, συναίσθημα, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, ...
- czoło στα ελληνικά - κύρος, αντιμετωπίζω, φρύδι, αντικρίζω, πρόσοψη, κούτελο, μέτωπο, ...
- gwiaździsty στα ελληνικά - έναστρος, έναστρο, έναστρου, έναστρη, τον έναστρο
- hełm στα ελληνικά - κράνος, προσαρμόζω, ταχύτητα, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
Τυχαίες λέξεις
Prądowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας