Prażyć στα ελληνικά

Μετάφραση: prażyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβουρδίζω, καβουρντίζω, ξεραίνω, ψήνω, σχάρα, ανακρίνω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Prażyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • australia στα ελληνικά - Αυστραλία, Αυστραλίας, την Αυστραλία, της Αυστραλίας
  • bzdura στα ελληνικά - ανοησίες, σκουπίδια, βλακείες, πατσάς, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ...
  • chlupanie στα ελληνικά - Chlup
  • funt-siła στα ελληνικά - λίβρα, λίρα, λιβρών, λίρας, κιλό
Τυχαίες λέξεις
Prażyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβουρδίζω, καβουρντίζω, ξεραίνω, ψήνω, σχάρα, ανακρίνω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο