Prezentować στα ελληνικά
Μετάφραση: prezentować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δώρο, εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, παρών, παρουσιάζω, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bifurkacja στα ελληνικά - διακλάδωση, διακλάδωσης, διχασμό, διχασμού, διακλαδώσεως
- butonierka στα ελληνικά - κουμπότρυπα, κουμπότρυπας, buttonhole, πέτο, μπουτονιέρα
- dowodzący στα ελληνικά - ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
- etatyzacja στα ελληνικά - κράτος, κρατίδιο, εθνικοποίηση, κρατικοποίηση, εθνικοποίησης, εθνικοποιήσεων, την εθνικοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Prezentować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δώρο, εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, παρών, παρουσιάζω, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Μεταφράσεις: δώρο, εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, παρών, παρουσιάζω, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης