Promować στα ελληνικά

Μετάφραση: promować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προάγω, προχωρώ, προβαίνω, προκαταβάλλω, πρόοδος, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν
Promować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arogancko στα ελληνικά - αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό
  • atest στα ελληνικά - κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
  • emeryt στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • gamoniowaty στα ελληνικά - αδέξιος, ηλίθιος, άχαρη
Τυχαίες λέξεις
Promować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προάγω, προχωρώ, προβαίνω, προκαταβάλλω, πρόοδος, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν