Λέξη: μνησίκακος
Σχετικές λέξεις: μνησίκακος
μνησίκακος ορισμος, μνησίκακοσ σημαίνει, μνησίκακος λεξικό, μνησίκακος συνωνυμα, μνησίκακος συνώνυμο
Συνώνυμα: μνησίκακος
εχθροπαθής, μοχθηρός
Μεταφράσεις: μνησίκακος
μνησίκακος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vindictive, resentful, rancorous
μνησίκακος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vengativo, resentido, resentidos, resentida, resentimiento, resentidas
μνησίκακος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rachsüchtig, ärgerlich, nachtragend, verärgert, ragend
μνησίκακος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
criminel, vindicatif, pénal, irrité, ressentiment, du ressentiment, de ressentiment, plein de ressentiment
μνησίκακος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risentito, risentimento, risentita, risentiti, di risentimento
μνησίκακος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ressentido, ressentida, ressentidos, resentful, ressentimento
μνησίκακος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haatdragend, wrokkig, gebelgd, haatdragende, rancuneus
μνησίκακος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мстительный, злопамятный, обиженный, обиженным, возмущены, обиженными, обижены
μνησίκακος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hevngjerrig, ergerlig, fornærmet, bitter, bitre
μνησίκακος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
resentful, förbittrad, bitter, förbittrade, förbittrat
μνησίκακος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ärtynyt, katkeria, resentful, pahastuu, vihainen
μνησίκακος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krænket, vrede, fortørnet, meget krænket, resentful
μνησίκακος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trestní, mstivý, rozzlobený, rozčílený, rozmrzelý, rozčilený, naštvaný
μνησίκακος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karny, mściwy, urażony, obrażony, oburzony, urazy, resentful
μνησίκακος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
haragtartó, bosszúszomjas, megbántott, bosszús, sértődött, neheztelő, sértett
μνησίκακος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küskün, kırgın, resentful, dargın, gücenik
μνησίκακος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каральний, захисти, ображений, скривджений, скривджена
μνησίκακος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i prekur, prekur, nxehur, inatosur, mëri
μνησίκακος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възмутен, злопаметен, обиден, негодуващ, негодуваща
μνησίκακος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакрыўджаны, пакрыўджанае, пакрыўджаны такой
μνησίκακος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nördinud, pahased, vastikus, solvunud, trotslikuks
μνησίκακος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvetoljubiv, uvrijeđen, ozlojeđen, ogorčen, revoltiran, ogorčena
μνησίκακος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gremju, reiði, gröm
μνησίκακος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsižeidęs, kerštingas, pagiežingas, apmaudo
μνησίκακος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizvainots, dusmīgs, viegli aizvainojams, aizvainoti, aizvainota
μνησίκακος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
огорчена, лути, огорчен, е огорчена, огорченост
μνησίκακος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indignat, resentimente, plin de resentimente, resentiment, refractar
μνησίκακος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamerljiv, užaljeni, zamero, Uvrijeđen, nastrojeni
μνησίκακος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomstychtivý, nahnevaný, naštvaný, Angry, rozhnevaný