Protestować στα ελληνικά

Μετάφραση: protestować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμαρτυρίες, καταλύω, αντικείμενο, διαμαρτύρομαι, αντιτείνω, διαμαρτυρία, σφηνώνω, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση
Protestować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apatia στα ελληνικά - αδιαφορία, απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια
  • apoteoza στα ελληνικά - αποθέωση, αποθέωσης, αποθέωσή, την αποθέωση, αποθέωση που
  • dotrzymać στα ελληνικά - κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, ...
  • doznawać στα ελληνικά - εμπειρία, συντηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, να περάσει μέσα, περνούν μέσα από, περνούν μέσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Protestować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμαρτυρίες, καταλύω, αντικείμενο, διαμαρτύρομαι, αντιτείνω, διαμαρτυρία, σφηνώνω, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση