Λέξη: αϋπνία
Σχετικές λέξεις: αϋπνία
αϋπνία θεραπεία, αϋπνία σύμπτωμα εγκυμοσύνησ, αϋπνία επέλευσης, αυπνία αιτίες, αϋπνία μωρού, αϋπνία αντιμετώπιση, αϋπνία κατάθλιψη, αϋπνία στην εγκυμοσύνη, αϋπνία βρέφους, αϋπνία συμπτώματα
Μεταφράσεις: αϋπνία
αϋπνία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insomnia, sleeplessness
αϋπνία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insomnio, desvelo, el insomnio, del insomnio, de insomnio
αϋπνία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlaflosigkeit, insomnie, schlafstörung, Schlaflosigkeit, Schlafstörungen, Insomnie, Schlaflosigkeit zu
αϋπνία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insomnie, l'insomnie, insomnies, d'insomnie, de l'insomnie
αϋπνία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insonnia, l'insonnia, dell'insonnia, di insonnia, insomnia
αϋπνία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigília, insistir, insônia, insónia, a insônia, insomnia, a insónia
αϋπνία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slapeloosheid, insomnia, van slapeloosheid, insomnie, slapeloosheid te
αϋπνία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бессонница, бессонницы, бессонницу, бессоннице, бессоница
αϋπνία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
søvnløshet, insomnia, insomni, av søvnløshet
αϋπνία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sömnlöshet, insomnia, sömnsvårigheter, insomni, sömnbesvär
αϋπνία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
unettomuus, unettomuutta, unettomuuden, unettomuudesta, insomnia
αϋπνία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søvnløshed, insomni, insomnia, af søvnløshed
αϋπνία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nespavost, insomnie, nespavosti, nespavostí
αϋπνία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezsenność, bezsenności, insomnia
αϋπνία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
álmatlanság, az álmatlanság, insomnia, álmatlanságot, inszomnia
αϋπνία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uykusuzluk, insomnia, insomni
αϋπνία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерозчинність, нерозв'язність, безсоння
αϋπνία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pagjumësi, pagjumësia, pagjumesi, pagjumësia e
αϋπνία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безсъние, инсомния, безсънието
αϋπνία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бессань, бяссонніца, Бяссоньніца, бяссонне
αϋπνία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
unetus, unetuse, unetust, insomnia, insomniat
αϋπνία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesanica, nesanice, nesanicu, insomnija, insomnije
αϋπνία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svefnleysi
αϋπνία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nemiga, nemigos, nemigą, insomnija
αϋπνία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezmiegs, bezmiegu, bezmiega
αϋπνία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несоница, несоницата, инсомнија, несоници
αϋπνία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insomnie, insomnia, insomniei, insomnii, de insomnie
αϋπνία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nespečnost, nespečnosti, nespecnost, insomnija, nespečnostjo
αϋπνία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nespavosť, insomnia