Prowokować στα ελληνικά
Μετάφραση: prowokować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, κεντρίζω, καθοδηγώ, ξεκινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Μεταφράσεις
- asekurant στα ελληνικά - ασφαλιστής, ανάδοχος, αναδόχου, ανάδοχο, ανάδοχος έκδοσης
- bezsensownie στα ελληνικά - παράλογα, παράλογο, παράλογη, παράδοξο, παράδοξο τρόπο
- gambit στα ελληνικά - αρχική κίνηση, τέχνασμα, τέχνασμα για, Γκαμπί
- instrumentalnie στα ελληνικά - εργαλειακά, ενόργανη, βοήθεια οργάνων, με ενόργανη, instrumentally
Τυχαίες λέξεις
Prowokować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, κεντρίζω, καθοδηγώ, ξεκινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Μεταφράσεις: προκαλώ, κεντρίζω, καθοδηγώ, ξεκινώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί