Przęsło στα ελληνικά
Μετάφραση: przęsło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθαμή, κόλπος, αψίδα, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cenzor στα ελληνικά - λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
- ciota στα ελληνικά - νεράιδα, τσιγάρο, αδελφή, μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
- falownik στα ελληνικά - αντιστροφέας, μετατροπέα, μετατροπέας, αντιστροφέα, inverter
- introspekcyjny στα ελληνικά - εσωστρεφείς, εσωστρεφής, ενδοσκοπική, εσωστρεφή, ενδοσκοπικό
Τυχαίες λέξεις
Przęsło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθαμή, κόλπος, αψίδα, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Μεταφράσεις: σπιθαμή, κόλπος, αψίδα, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα