Przełamać στα ελληνικά
Μετάφραση: przełamać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, νικημένος, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpieczne στα ελληνικά - ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- burzowy στα ελληνικά - θυελλώδης, θυελλώδη, θυελλώδεις, φουρτουνιασμένη, θυελλώδους
- dotykowy στα ελληνικά - απτός, αφής, ανάγλυφη, απτική, απτικής
- hydraulika στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικά, υδραυλικό σύστημα, υδραυλικά συστήματα
Τυχαίες λέξεις
Przełamać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, νικημένος, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, νικημένος, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο