Przeciążyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przeciążyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραφορτώνω, υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Przeciążyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostrofa στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
  • bujnie στα ελληνικά - luxuriantly, άφθονα
  • czołówka στα ελληνικά - οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
  • dekontaminować στα ελληνικά - απολυμαίνω, την απολύμανση, την απολύμανση των, απολυμάνετε, απολυμάνουν
Τυχαίες λέξεις
Przeciążyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση