Przecierpieć στα ελληνικά

Μετάφραση: przecierpieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, υποφέρω, υποφέρουν, πάσχουν, υποστούν, υποφέρει
Przecierpieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alternatywnie στα ελληνικά - εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς
  • ameryka στα ελληνικά - Αμερική, Αμερικής, america, την Αμερική, Καραϊβικής
  • antyfeminista στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
  • boginka στα ελληνικά - νύμφη, νύμφης, της νύμφης, νύμφες, τη νύμφη
Τυχαίες λέξεις
Przecierpieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, υποφέρω, υποφέρουν, πάσχουν, υποστούν, υποφέρει