Przedrzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: przedrzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekliptyczny στα ελληνικά - εκλειπτική, εκλειπτικής, ecliptic, εκλειπτικός, της εκλειπτικής
- erozja στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
- filozoficznie στα ελληνικά - φιλοσοφικώς, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλοσοφικής, φιλοσοφικό
- indywidualizować στα ελληνικά - ατομικά, χωριστά, ξεχωρίζω, εξατομικεύσει, εξατομίκευση της, εξατομικεύσουμε
Τυχαίες λέξεις
Przedrzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: διαπερνώ, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί