Αλάθητος στα αγγλικά

Μετάφραση: αλάθητος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
faultless, foolproof, infallible, unerring, an infallible, not infallible
Αλάθητος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αλάθητος

foolproof
  • αλάθητος
  • ασφαλής

Σχετικές λέξεις: αλάθητος

αλάθητος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αλάθητος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ακύρωση στα αγγλικά - cancellation, annulment, invalidation, annulment of, cancel
  • αλάβαστρο στα αγγλικά - alabaster, alabastron, of alabaster
  • αλάνθαστος στα αγγλικά - unerring, infallible, surefooted, unmistakable, surefire
  • αλάτι στα αγγλικά - salt, of salt, salts
Τυχαίες λέξεις
Αλάθητος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: faultless, foolproof, infallible, unerring, an infallible, not infallible