Przekonywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przekonywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, καταδικάζω, πείθω, αιτιολογία, επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, κατάδικος, λόγος, ικανοποιώ, διαπληκτίζομαι, να, για να, σε, για, με
Przekonywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bifilarny στα ελληνικά - δίμιτου, bifilar, δίμιτο, το δίμιτο, δίκλωνο
  • eksploracja στα ελληνικά - εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
  • gliniarz στα ελληνικά - χαλκός, μπάτσος, COP, αστυνομικός, μπάτσο, αστυνομικό
Τυχαίες λέξεις
Przekonywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, καταδικάζω, πείθω, αιτιολογία, επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, κατάδικος, λόγος, ικανοποιώ, διαπληκτίζομαι, να, για να, σε, για, με