Przerzedzać στα ελληνικά
Μετάφραση: przerzedzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραιός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αραιώσει, αραιώσουν, αραιώνουν, λεπτό έξω, λεπτό από
Μεταφράσεις
- akumulować στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- aut στα ελληνικά - αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, τα αυτοκίνητα, οχήματα, οχημάτων
- eliksir στα ελληνικά - ελιξήριο, Elixir, ελιξίριο, ελιξιρίου, ελιξηρίου
- gromadka στα ελληνικά - σύμπλεγμα, συστοιχία, συστάδα, συμπλέγματος, διασποράς, cluster
Τυχαίες λέξεις
Przerzedzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραιός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αραιώσει, αραιώσουν, αραιώνουν, λεπτό έξω, λεπτό από
Μεταφράσεις: αραιός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αραιώσει, αραιώσουν, αραιώνουν, λεπτό έξω, λεπτό από