Przeszachrować στα ελληνικά

Μετάφραση: przeszachrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσοληψία, κυκλοφορία
Przeszachrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezdennie στα ελληνικά - φοβερός, παταγωδώς, σε εξαιρετικά, κυμαίνονται σε εξαιρετικά, απερίγραπτα, αβυσσαλέα
  • ekspiacyjny στα ελληνικά - εξαγνιστήριος, εκπνευστικός, εξιλαστήριος, εξιλαστήριες, εξιλαστήρια
  • ententa στα ελληνικά - συνεννόηση, Αντάντ, Entente, Ανταντ, της Αντάντ
  • foremka στα ελληνικά - μούχλα, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
Τυχαίες λέξεις
Przeszachrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσοληψία, κυκλοφορία