Λέξη: προσωρινός

Σχετικές λέξεις: προσωρινός

προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός βηματοδότης, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός φόρος, προσωρινός αντώνυμο, προσωρινόσ πίνακασ κατάταξησ για το πρόγραμμα κοινωφελούσ χαρακτήρα, προσωρινός σύνδικος, προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, προσωρινός έλεγχος φπα

Συνώνυμα: προσωρινός

υπό όρους

Μεταφράσεις: προσωρινός

προσωρινός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
provisional, temporary, interim, a provisional, the provisional

προσωρινός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temporal, provisional, interino, temporales, temporal de, temporalmente

προσωρινός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notdürftig, temporär, vorläufig, kommissarisch, kurzzeitig, provisorisch, vorübergehend, befristet, zeitweilig

προσωρινός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passager, temporaire, provisoire, temporel, intérimaire, momentané, temporaires, temporairement

προσωρινός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
provvisorio, temporaneo, temporanea, temporanei, provvisoria

προσωρινός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fugaz, temporário, curto, passageiro, temporariamente, breve, provisório, temporária, temporários, temporárias

προσωρινός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorlopig, tijdelijk, tijdelijke, de tijdelijke, van tijdelijke, een tijdelijke

προσωρινός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
временный, условный, предварительный, временной, временная, временно, временное, временного

προσωρινός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foreløpig, midlertidig, kortvarig, midlertidige, forbigående

προσωρινός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
provisorisk, temporär, tillfällig, tillfälligt, tillfälliga, temporära

προσωρινός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilapäinen, väliaikainen, väliaikaisen, tilapäisen, väliaikaista

προσωρινός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
midlertidig, midlertidigt, midlertidige, en midlertidig

προσωρινός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provizorní, přechodný, prozatímní, světský, dočasný, dočasné, dočasná, dočasného, dočasnou

προσωρινός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tymczasowy, pobytowy, doraźny, czasowy, przejściowy, chwilowy, okresowy, tymczasowe

προσωρινός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ideiglenes, átmeneti, az ideiglenes, ideiglenesen, időszakos

προσωρινός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçici, geçici bir, geçici olarak

προσωρινός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, тимчасова, тимчасового

προσωρινός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përkohshëm, përkohshme, përkohshëm, e përkohshme, të përkohshme

προσωρινός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
временен, временно, временна, временното, срочно

προσωρινός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часовы, часовую, часовая

προσωρινός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähtajaline, ajutine, ajutise, ajutiste, ajutised, ajutist

προσωρινός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privremen, povremen, prolazan, prethodan, nestabilan, privremeno, privremeni, privremena, privremene

προσωρινός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tímabundin, tímabundið, tímabundinn, tímabundna, tímabundnar

προσωρινός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikinas, laikinai, laikina, laikinasis, laikiną

προσωρινός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
provizorisks, pagaidu, īslaicīgs, laiku, uz laiku, īslaicīga

προσωρινός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
привремен, привремена, привремени, привремено, времено

προσωρινός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
provizoriu, temporar, temporară, temporare, temporara, temporari

προσωρινός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začasno, začasna, začasni, začasen, začasne

προσωρινός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dočasný, provizórni, dočasného, dočasné, dočasných, prechodný
Τυχαίες λέξεις