Przetężenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przetężenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερφορτώνω, υπερένταση, υπερέντασης, από υπερένταση, υπερβολικού ρεύματος, υπερεντάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- całkiem στα ελληνικά - όλες, απότομος, απόκρημνος, όλος, εντελώς, αρκετά, καθαρός, ...
- dźwiganie στα ελληνικά - ύψωση, ανάδειξη, ανύψωση, άρση, ανύψωσης, άρσης, ανυψώσεως
- generalny στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- hamowanie στα ελληνικά - φρενάρισμα, πέδησης, πέδηση, φρεναρίσματος, πεδήσεως
Τυχαίες λέξεις
Przetężenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερφορτώνω, υπερένταση, υπερέντασης, από υπερένταση, υπερβολικού ρεύματος, υπερεντάσεως
Μεταφράσεις: υπερφορτώνω, υπερένταση, υπερέντασης, από υπερένταση, υπερβολικού ρεύματος, υπερεντάσεως