Przeważyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przeważyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικρατώ, υπερισχύω, υπερτερούν, αντισταθμίζουν, υπερκαλύπτουν, υπερτερούν των, υπερβαίνουν
Przeważyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alians στα ελληνικά - συνασπισμός, συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
  • duszpasterski στα ελληνικά - ποιμενικός, ιερατικός, ιερατική, ιερατικά, ιερατικής, ιερατικό
  • halabardzista στα ελληνικά - halberdier
  • industrializm στα ελληνικά - βιομηχανικό σύστημα, βιομηχανισμός, ο βιομηχανισμός, βιομηχανισμό, βιομηχανοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Przeważyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικρατώ, υπερισχύω, υπερτερούν, αντισταθμίζουν, υπερκαλύπτουν, υπερτερούν των, υπερβαίνουν