Przewyższyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przewyższyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boleściwy στα ελληνικά - λυπηρός, θλιμμένος, περίλυπος, θλιβερά, θλιβερής
- chorąży στα ελληνικά - κορνέτα, σημαιοφόρος, σημαία, Ensign, εμβλήματος, ο Σημαιοφόρος
- felietonista στα ελληνικά - αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
- impertynencko στα ελληνικά - φαιδρώς, αέρινο
Τυχαίες λέξεις
Przewyższyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το