Ωριμάζω στα αγγλικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ripen, mature, mellow, maturate, grow up
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ωριμάζω
ripen
- ωριμάζω
- ωριμάζω
- λήγω
- ωριμάζω
- μετριάζω
- ψήνω
- αρτύω
- εξοικειώ
- εξοικειούμαι
- ωριμάζω
- μεγαλώνω
- ωριμάζω
- εμπυούμαι
- εμπυάζω
- ωριμάζω
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας αγγλικά, ωριμάζω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα αγγλικά - gorgeous, nice, good-looking, handsome, beautiful, fine, lovely
- ωριαίος στα αγγλικά - hourly, an hourly, hourly rate, hourly rate of, as an hourly
- ωριμότητα στα αγγλικά - maturity, ripeness, maturity of, mature
- ωρύομαι στα αγγλικά - roar, scream, yell
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: ripen, mature, mellow, maturate, grow up
Μεταφράσεις: ripen, mature, mellow, maturate, grow up