Przyłożyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przyłożyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτούμαι, βάζω, καλκάνι, εφαρμόζω, Εφαρμογή, Απλώστε, Εφαρμόστε, ισχύουν, εφαρμόζουν
Przyłożyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dekowanie στα ελληνικά - διάγγελμα, καταστρώματα, καταστρωμάτων, τα καταστρώματα, γέφυρες, τράπουλες
  • dymorfizm στα ελληνικά - διμορφισμό, διμορφισμός, διμορφισμού, dimorphism
Τυχαίες λέξεις
Przyłożyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτούμαι, βάζω, καλκάνι, εφαρμόζω, Εφαρμογή, Απλώστε, Εφαρμόστε, ισχύουν, εφαρμόζουν