Przyglądać στα ελληνικά
Μετάφραση: przyglądać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέμμα, ατενίζω, μελέτη, ανασκόπηση, περιεργάζομαι, βλέπω, ομότιμος, παρακολουθώ, έρευνα, φρουρά, όμοιος, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostrojenie στα ελληνικά - μελωδία, ρύθμιση, κουρδίζω, κούρδισμα, συντονισμού, συντονισμός, συντονισμό
- dysproporcja στα ελληνικά - δυσαναλογία, δυσαναλογίας, δυσαναλογία αυτή, δυσανάλογων, η δυσαναλογία
- helioterapia στα ελληνικά - ηλιοθεραπεία
- heretycki στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετική, αιρετικές, αιρετικό, αιρετικών
Τυχαίες λέξεις
Przyglądać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέμμα, ατενίζω, μελέτη, ανασκόπηση, περιεργάζομαι, βλέπω, ομότιμος, παρακολουθώ, έρευνα, φρουρά, όμοιος, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Μεταφράσεις: βλέμμα, ατενίζω, μελέτη, ανασκόπηση, περιεργάζομαι, βλέπω, ομότιμος, παρακολουθώ, έρευνα, φρουρά, όμοιος, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε