Ομότιμος στα πολωνικά

Μετάφραση: ομότιμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
para, równorzędność, wygląd, papuga, równoprawność, patrzenie, wyzierać, przyglądać, rówieśnik, opinia, par, zajrzeć, wzajemnej
Ομότιμος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομότιμος

ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ομότιμος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ομόλογος στα πολωνικά - kopia, egzemplarz, koniec, odpowiednik, duplikat, homologiczny, homologiczne, ...
  • ομόνοια στα πολωνικά - zgoda, wspólnota, więź, jedność, współdźwięczność, współbrzmienie, ugoda, ...
  • ομόφωνα στα πολωνικά - jednomyślnie, jednogłośnie
  • ομόφωνος στα πολωνικά - zgodny, jednomyślny, jednogłośny, jednomyślni, jednomyślne, jednogłośnie
Τυχαίες λέξεις
Ομότιμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: para, równorzędność, wygląd, papuga, równoprawność, patrzenie, wyzierać, przyglądać, rówieśnik, opinia, par, zajrzeć, wzajemnej