Ατενίζω στα πολωνικά
Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gapić, wpatrywać, przyglądać, wzrok, wytrzeszczać, patrzeć, spoglądanie, wpatrywanie, spojrzenie, gapić się, gapią
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ατενίζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αταραξία στα πολωνικά - spokój, opanowanie, kwietyzm
- ατελιέ στα πολωνικά - warsztat, manufaktura, zakład, pracownia, hala, studio, studyjny, ...
- ατζαμής στα πολωνικά - niewygodny, niezręczny, niezgrabny, przykry, kłopotliwy, uciążliwy, niezdarny, ...
- ατημέλητος στα πολωνικά - nieporządny, niechlujny, brudny, w, na, się w, się, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: gapić, wpatrywać, przyglądać, wzrok, wytrzeszczać, patrzeć, spoglądanie, wpatrywanie, spojrzenie, gapić się, gapią
Μεταφράσεις: gapić, wpatrywać, przyglądać, wzrok, wytrzeszczać, patrzeć, spoglądanie, wpatrywanie, spojrzenie, gapić się, gapią