Przyholować στα ελληνικά

Μετάφραση: przyholować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
Przyholować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezczynny στα ελληνικά - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
  • dogadzanie στα ελληνικά - μακροθυμία, επιείκεια, ευχάριστος, ευχάριστο, ευχάριστη, παρακαλώντας, ευχάριστα
  • drobne στα ελληνικά - αλλάζω, μετατροπή, παραλλάζω, παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, ...
  • dzięcioł στα ελληνικά - δρυοκολάπτης, δρυοκολαπτών, δρυοκολάπτη, woodpecker, δρυοκολάπτης με
Τυχαίες λέξεις
Przyholować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει