Przypadać στα ελληνικά

Μετάφραση: przypadać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπίπτω, πτώση, πέφτω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν
Przypadać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analitycznie στα ελληνικά - αναλυτικά, Αναλυτικότερα, αναλυτικώς, αναλυτική, από αναλυτική
  • grzałka στα ελληνικά - θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας, στοιχείο, θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Przypadać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πτώση, πέφτω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν