Przypieczętować στα ελληνικά

Μετάφραση: przypieczętować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φώκια, βούλα, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Przypieczętować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bylica στα ελληνικά - αρτεμίσια, Artemisia, Αρτεμισία, Αρτεμισίας, η Αρτεμισία
  • deszyfrować στα ελληνικά - αποκρυπτογράφηση, αποκρυπτογραφήσει, την αποκρυπτογράφηση, αποκρυπτογραφήσετε, να αποκρυπτογραφήσει
  • deterministyczny στα ελληνικά - ντετερμινιστική, ντετερμινιστικά, ντετερμινιστικό, αιτιοκρατική, αιτιοκρατικό
  • futuryzm στα ελληνικά - φουτουρισμός, φουτουρισμό, φουτουρισμού, ο φουτουρισμός, του φουτουρισμού
Τυχαίες λέξεις
Przypieczętować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φώκια, βούλα, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης