Przypiekać στα ελληνικά
Μετάφραση: przypiekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεντρί, καίω, τοστ, καψαλίζω, ανακρίνω, κεντρίζω, σχάρα, τσιμπώ, πρόποση, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- azotować στα ελληνικά - azotize
- biologia στα ελληνικά - βιολογία, Βιολογίας, Biology, της βιολογίας, τη βιολογία
- dobrodziej στα ελληνικά - ευεργέτης, ευεργέτη, τον ευεργέτη, ευεργέτης της, δωρητής
- grymas στα ελληνικά - σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, καπρίτσιο, μορφάζω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Przypiekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεντρί, καίω, τοστ, καψαλίζω, ανακρίνω, κεντρίζω, σχάρα, τσιμπώ, πρόποση, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Μεταφράσεις: κεντρί, καίω, τοστ, καψαλίζω, ανακρίνω, κεντρίζω, σχάρα, τσιμπώ, πρόποση, καψαλίζομαι, περικαίω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως