Przypinać στα ελληνικά
Μετάφραση: przypinać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρεύω, ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κούρεμα, ψαλιδιστεί, ψαλιδίζεται, κομμένους, κόβονται
Μεταφράσεις
- arcybiskup στα ελληνικά - αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο
- biznes στα ελληνικά - υπόθεση, δουλειά, δουλειές, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, ...
- brzask στα ελληνικά - αυγή, λυκόφως, την αυγή, αυγής, ξημερώματα, ξημέρωμα
- futro στα ελληνικά - τρίχωμα, γούνα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Τυχαίες λέξεις
Przypinać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρεύω, ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κούρεμα, ψαλιδιστεί, ψαλιδίζεται, κομμένους, κόβονται
Μεταφράσεις: κουρεύω, ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κούρεμα, ψαλιδιστεί, ψαλιδίζεται, κομμένους, κόβονται