Przyprowadzić στα ελληνικά

Μετάφραση: przyprowadzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Przyprowadzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bebechy στα ελληνικά - έντερα, κουράγιο, θάρρος, κότσια, τα έντερα
  • bezwyrazowy στα ελληνικά - ανέκφραστα, ανέκφραστο, ανέκφραστος, ανέκφραστη, expressionless
  • cierń στα ελληνικά - καλαμιές, αγκάθι, γένια, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
  • drgawka στα ελληνικά - σπασμός, τράβηγμα, τίναγμα, συσπώνται, να συσπώνται
Τυχαίες λέξεις
Przyprowadzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν