Λέξη: μάζα

Σχετικές λέξεις: μάζα

μάζα πρωτονίου, μάζα αέρα, μάζα του ήλιου, μάζα της γης, μάζα ηλεκτρονίου, μάζα και βάρος, μάζα και εξουσία, μάζα ηρεμίας, μάζα φωτονίου, μάζα σώματος

Συνώνυμα: μάζα

ναύτης, βούκα, σβώλος, όγκος, βώλος, οίδημα, θεία λειτουργία, σωρός, σύνολο, λειτουργία, κοψίδι, κομάτι, κομμάτι, συσσώρευση, συσφαίρωση

Μεταφράσεις: μάζα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mass, mass of, mass is, the mass, a mass
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muchedumbre, masa, masas, masiva, de masas, la masa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menge, messe, gottesdienst, masse, Masse, Massen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volume, tapée, masse, masser, messe, recueillir, cumuler, foule, grouper, tas, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mole, massa, di massa, messa, mass, la massa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
máscara, massa, de massa, em massa, massas, massa de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
menigte, drom, hoop, massa, boel, overvloed, mis, massale, de massa, massa van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
груда, множество, клуб, обедня, громада, массирование, месса, сосредоточение, сосредоточивать, полчище, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
masse, massen, mass
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mässa, massa, massan, mass, vikt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lauma, ihmiset, kasaantuva, joukko, massa, massan, massaa, massasta, massa on
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
masse, mængde, størrelse, massen, vægt, totalmasse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hromadit, hmota, nahromadit, hromada, masa, mše, koncentrovat, spousta, soustředit, množství, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zlepek, mnóstwo, gromadzić, wiec, msza, koncentrować, masowość, masa, masowy, masy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mise, tömeg, tömege, tömeges, tömegét, tömeget
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kitle, kütle, toplu, kitlesel, kütlesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бал-маскарад, маса, безліч
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në masë, masë, masiv, masive, masë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маса, масов, масово, масата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маса, шмат, вага
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
massiline, massachusetts, missa, mass, massi, massiga, täismass, massilise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
misa, mase, masovan, mnoštvo, masa, gomila, maseni, masovno, masovna, masu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
massi, massa, þyngd, massinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
multitudo, turba
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
masė, apimtis, daugybė, masės, masę, mas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apjoms, masa, masu, masas, masveida
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маса, масата, масовно, масовни, масовна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masă, masa, de masă, în masă, masei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
masa, maso, mase, množično, masni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
masa, hmota, masový, palivo, látka, hmoty

Στατιστικά δημοτικότητας: μάζα

Τυχαίες λέξεις