Przysądzać στα ελληνικά

Μετάφραση: przysądzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Przysądzać στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • bania στα ελληνικά - τρούλος, φυσαλλίδα, φούσκα, φυσαλίδα, φυσαλίδων, φυσαλίδας
  • hipis στα ελληνικά - hippie, χίπις, χίπης, των hippies, χίπικη
  • inhalować στα ελληνικά - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
  • inicjalizować στα ελληνικά - προετοιμαστεί, η προετοιμασία, προετοιμάσει, αρχικοποίηση, αρχικοποιήσετε
Τυχαίες λέξεις
Przysądzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν