Przysłuchiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: przysłuchiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Przysłuchiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dowieźć στα ελληνικά - οδηγώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • ekonomiczny στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
  • fotomontaż στα ελληνικά - φωτογραφία, φωτομοντάζ, το φωτομοντάζ, φωτομοντάζ σε, φωτομονταζ, photomontage
  • gabaryt στα ελληνικά - μέτρηση, εκτιμώ, μετρητής, διάσταση, υπολογίζω, καταμέτρηση, μετρητή, ...
Τυχαίες λέξεις
Przysłuchiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε