Przysięgać στα ελληνικά

Μετάφραση: przysięgać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Przysięgać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akustyka στα ελληνικά - ακουστική, ηχητικός, ακουστικός, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
  • azotowanie στα ελληνικά - αζωτοποίηση, νχτροποίησης, νιτροποίησης, νιτροποίηση, της νιτροποίησης
  • federalizm στα ελληνικά - ομοσπονδιακό σύστημα, φεντεραλισμού, φεντεραλισμό, φεντεραλισμός, του φεντεραλισμού
  • hodowanie στα ελληνικά - αναπαραγωγή, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, της καλλιέργειας, καλλιέργεια του
Τυχαίες λέξεις
Przysięgać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν