Λέξη: τσουβαλιάζω

Μεταφράσεις: τσουβαλιάζω

τσουβαλιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bundle, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paquete, embalaje, fardo, fardel, haz, envoltorio, bulto, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
packung, paket, garbe, bündel, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lier, balluchon, botte, ballot, bouquet, trousseau, empaquetage, ligoter, emballer, empaqueter, faisceau, emballage, fagot, paquet, nouer, colis, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
covone, fagotto, confezione, imballaggio, fascio, pacchetto, involto, pacco, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacote, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pakje, bos, schoof, wis, pakket, garf, pak, verpakking, bundel, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вязанка, узел, сноп, узелок, сверток, пачка, связка, свёрток, кипа, тюк, пучок, пакет, пук, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bunt, pakke, nek, bylt, knippe, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knippa, packe, paket, bunt, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakkaus, kerätä, kimppu, pinkka, tiivistää, käärö, paketti, puntti, nippu, tukku, kerääntyä, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pakke, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snop, otýpka, uzel, ranec, otep, svazek, sbalit, balík, svazeček, svázat, raneček, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pęk, tłumok, tobołek, wiązka, węzełek, tobół, zwitek, zawiniątko, plik, pakunek, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
batyu, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demet, paket, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
в'язка, групувати, пучок, клунок, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pundar, kimp, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bala, breme, snop, paket, svežanj, zavežljaj, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fascis

τσουβαλιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pėdas, pluoštas, siuntinys, paketas, ryšulys, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūlis, pauna, sainis, paka, sūtījums, saišķis, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снопот, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
balot, pachet, tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tsouvaliazo

τσουβαλιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balík, tsouvaliazo
Τυχαίες λέξεις